ἀγγριˬὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀγγριˬὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θυληκό

Τυπολογία

ἀγγριˬὰ ἡ, Πελοπν. (Λακων.) ἀgριˬὰ Κρήτ.

Ετυμολογία

Τὸ μεσν. οὐσ. ἀγγριά. Πβ. Μ. Ἐτυμολ. «ἀγγριάς τοὺς ἐρεθισμούς».

Σημασιολογία

Ἡ ἰδιάζουσα ὀσμὴ τῶν ζῴων καὶ δὴ τοῦ τράγου κατὰ τὴν περίοδον τῆς γενετησίου ὁρμῆς, ἡ κινάρβα (ἡ λ. θὰ ἐσήμαινε κατ᾿ ἀρχὰς αὐτὴν τὴν γενετήσιον ὁρμὴν καὶ κατόπιν μετέπεσεν εἰς τὴν σημ. τῆς κινάρβας, ἥτις εἶναι ἄμεσον ἐπακολούθημα ἐκείνης). Συνών. βαρβατίλα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/