ἀβγάτισμα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀβγάτισμα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀβγάτισμα τό, σύνηθ. ἀβγάτ᾿σμα Ἤπ. (Ζαγόρ.) κ.ἀ. ἀβγάτ᾿μα Θρᾴκ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. ἀβγατίζω. Τὸ ἀβγάτ᾿μα παρὰ τὸ ἀβγάτημα ἐκ τοῦ ἀβγατῶ.

Σημασιολογία

1)Ἡ προσαύξησις πράγματός τινος κατὰ ποσὸν ἢ κατ᾿ ἔκτασιν σύνηθ.: Τὸ φουστάνι-τὸ φόρεμα θέλει ἀβγάτισμα σύνηθ. Συνών. ἀβγάτισι 4. β)Πρόσθετον τεμάχιον ὑφάσματος, διὰ τοῦ ὁποίου συμπληροῦται τὸ ἐλλεῖπον ἐνδύματος ἢ ἐν γένει προσαυξάνεται τοῦτο Ἀθῆν.: Εἶναι ὅλο ἀβγατίσματα τὸ φόρεμα. Συνών. ἀβγατίδι 1, ἀβγατούδι γ)Τὸ ἐκ προσαυξήσεως προερχόμενον, τὸ πλεόνασμα πράγματός τινος Παξ.: Αὐτὰ εἶν᾿ τ᾿ ἀπὸ τὰ λεφτά σου ποῦ τὰ δούλεψα. 2)Αὔξησις, ὑπερτίμησις τῆς ἀξίας πράγματός τινος σύνηθ.: Ἔκαμαν ἀβγάτ᾿μα τὰ πράματα (ὑπερτιμήθησαν) Θρᾴκ. Συνών. ἀβγάτισι 2, ἀβγάτωμα. 3)Παιδιά, καθ᾿ ἣν οἱ παῖκται κύπτουν ὅλοι καθ᾿ ὥρισμένας ἀποστάσεις ἀπ᾿ ἀλλήλων πλὴν ἑνός, ὅστις ὑπερπηδᾷ κατὰ σειρὰν ὅλους, ὅταν δὲ φθάσῃ εἰς τὸ τέλος, κύπτει καὶ αὐτὸς αὐξάνων οὕτω πρὸς τὸ τέρμα τὸ μῆκος τῆς γραμμῆς, μετὰ τοῦτον δὲ ἀρχίζει νὰ πηδᾷ ὁ πρῶτος τῆς σειρᾶς ἀνακύπτων καὶ οὕτω καθεξῆς (ἐν τῇ σημασιολογικῇ ταύτῃ ἐξέλιξει δὲν λαμβάνεται ὑπ᾿ ὄψιν ἡ ἐκ τοῦ ἀντιθέτου ἐλάττωσις τῆς γραμμῆς διὰ τῆς ἑκάστοτε ἀποχωρήσεως τοῦ πρώτου κύπτοντος) Ἤπ. (Ζαγόρ.) Συνών. ἀβγατιστής 3, ἀβγατιστὸ (δι᾿ ὃ ἰδ. ἀβγατιστὸς 1 γ), ἀβδελλίτσα 1, αὐξητή, βαρελλάκιˬα, μακροπόταμος, σκαμνάκιˬα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/