ἄγγριφας
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἄγγριφας
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἄγγριφας ὁ, ἄγριφας Ρόδ. ἔγριφας Κρήτ. ἄγγριφας Κῶς Ρόδ. κ.ἀ. ἄγγριπας Κῶς ἄγγριφους Λυκ. (Λιβύσσ.) ἔgριφας Κρήτ. ἀγρίφη ἡ, Ρόδ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ μεταγν. οὐσ. ἀγρίφη δηλοῦντος βωλοκόπον ὄργανον ἢ γεωργικὸν ὄργανον, δι᾿ οὗ συνῆγον τὸν χόρτον, ἐξ᾿ οὗ τὸ μεσν. ἄγριφος παρὰ Κωνστ. Πορφ. ἐν Ἐκθέσ. Βασιλείου τάξεως (ἔκδ. Βόνν. Σ. 670,2) «ἄγριφους μετὰ ἁλυσιδίων». Ὁ τύπ. ἄγγριπας ἔχει τὸ π παρὰ τὸ φ πιθανώτατα παλαιόθεν, δι᾿ ὃ πβ. τὰ παραλλήλως μετὰ π καὶ φ φερόμενα ἀρχ. ἄγριπος-ἄγριφος καῖ γρῖπος-γρῖφος, τὸ δὲ ἄγγριφους ἀνάγεται εἰς τὸ μεσν. ἄγριφος. Ἰδ. ἌνθΠαπαδόπ. ἐν Λεξικογρ. Ἀρχ. 5 (1918/20) 127.
Σημασιολογία
Ὄργανον σιδηροῦν μετὰ ἀγκυλῶν εἰς τὸ ἄκρον, διὰ τοῦ ὁποίου ἀνέλκουν τὰ εἰς τὰ φρέατα ἐμπίπτοντα ἀντλήματα. Συνών. ἀγγρίφι 1, ἅρπάγας, ἁρπάγη, ἁρπάχνα, ἁρπάχτης.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA