ἀγγρίφι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀγγρίφι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀγγρίφι τό, ἀγρίφι Ρόδ. ᾿γρίφι Εὔβ. (Κάρυστ.) ᾿γρίφ᾿ Μακεδ. (Χαλκιδ.) ἀγγρίφι Ζάκ. Μεγίστ. Νίσυρ. Σίφν. Τῆλ. Χίος κ.ἀ.- Λεξ. Περίδ. ἀγγρίφ᾿ Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) κ.ἀ. ᾿γγρίφι Εὔβ. (Κάρυστ.) Σίφν. κ.ἀ. – ΑΠαπαδιαμ. Χριστουγενν. Διηγ. 98. ᾿gρίφι Κύθν. Νάξ. (Ἀπύρανθ. Σκαδ.) Σέριφ. ᾿gρίφ᾿ Σάμ. ἀγγρίθι Ζάκ. Πελοπν. (Βαμβακ. Βασσαρ.) Τσακων. ἀgρίθι Πελοπν. (Μάν.)

Ετυμολογία

Τὸ μεσν. οὐσ. ἀγγρίφιον. Περὶ τῆς ἐτυμ. ἰδ. ἌνθΠαπαδόπ. ἐν Λεξικογρ. Ἀρχ. 5 (1918/20) 127.

Σημασιολογία

1)Ἄγκιστρον πρὸς ἐξάρτησιν πράγματός τινος, συνήθως δὲ ἡ τῶν φρεάτων ἁρπάγη, ἥτις εἶναι ὄργανον σιδηροῦν μετὰ τριῶν ἢ περισσοτέρων ἀγκυρίδων εἰς τὸ ἄκρον, διὰ τοὺ ὁποίου ἀνέλκουν τὰ εἰς τὰ φρέατα ἐμπίπτοντα ἀντλήματα Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) Μεγίστ. Νίσυρ. Ρόδ. Τῆλ. Χίος κ.ἀ. – Λεξ. Περίδ.: Κρέμασε τὸ κρέας ᾿ς τ᾿ ἀγγρίφι Περίδ. || Φρ. Δὲν τὸν πιάνει τ᾿ ἀγγρίφι (ἐπὶ ἀνθρώπου πονηροῦ. Ἡ μεταφ. ἐκ τοῦ δυσκόλως συλλαμβανομένου ἀντλήματος) Χίος || ᾎσμ. Τὸν μαστραπᾶν ἠβγάλλουν τον ἀφ᾿ τὰ βαθεˬά μ᾿ ἀγγρίφι Μεγίστ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἄγγριφας. 2)Τεμάχιον ξύλου ὀξὺ καὶ βελονοειδές, ἀκὶς ξύλου,ἢ ὀξεῖα προεξοχὴ λίθου Πελοπν. (Μάν.) κ.ἀ. 3)Ἄκανθα Ζάκ. Πελοπν. (Βαμβακ. Βασσαρ.) Τσακων. κ.ἀ.: Τὸ ἀραπόσουκο ἔνι ὅλιˬου ἀγγρίθιˬα (τὸ φραγκόσυκον εἶναι πλῆρες ἀκανθῶν) Τσακων. || Φρ. Ἡ δουλε͜ιὰ ἔχει πολλὰ ἀγγρίφια (δυσχερείας, προσκόμματα εἰς τήν ταχεῖαν καί αισίαν διεκπαιραίωσιν) Ζακ. Ἔβαλες τ’ ἀγγρίθι σου καί δέν ἔγινεν ἡ δουλειά (παρενέβαλες προσκόμματα) αὐτόθ. (Συνών. φρ. ἔβαλες τ᾿ ἀγκύλια σου, ἔβαλες τὴν οὐρά σου). Εἶναι ἀγγρίφι! (ἐπὶ ἀνθρώπου, ὅστις συνηθίζει νὰ πειράζῃ, νὰ ἐνοχλῇ) αὐτόθ. 4)Μόνον κατὰ πληθ. βράχοι ἀπότομοι καὶ ὀξεῖς, οἷοι συνήθως εἶναι οἱ τῶν ἀκτῶν τῶν θαλασσῶν, ἐν γένει δὲ λίθοι αἰχμηροί, μυτεροὶ Εὔβ. (Κάρυστ.) Κύθν. Μακεδ. (Χαλκιδ.) Νάξ. (Ἀπύρανθ. Σκαδ.) Σάμ. Σέριφ. Σίφν. κ.ἀ. – ΑΠαπαδιαμ. ἔνθ᾿ ἀν.:Ὁ τόπος εἶναι ὅλο ᾿γρίφιˬα, δὲ μπορεῖς νὰ πατήσῃς Κάρυστ. Ἔπισα μέσ᾿ ᾿ς τὰ ᾿gρίφια Σάμ. Τὰ ξέρου ἀπόξου ὅλα τὰ λιμανάκιˬα, τοὺς κάβους καὶ τσ᾿ ἀμμουδιˬές, ὅλες τοὶς ξέρες καὶ τὰ ᾿γγρίφιˬα καὶ τὰ θαλάμιˬα ΑΠαπαδιαμ. ἔνθ᾿ ἀν.: ||Φρ. Ὤ, ποῦ νὰ σὲ φάν τὰ gρίφια! (δηλ. νὰ πνιγῇς ἐν τῇ θαλάσσῃ καὶ τὸ πτῶμά σου νὰ ἐκβρασθῇ εἰς ἀπροσπελάστους βράχους, ὅπου νὰ σαπήσῃ χωρὶς νὰ ἀξιωθῇ ἐνταφιασμοῦ) Ἀπύρανθ. || ᾎσμ. Ἀνίσως καὶ μ᾿ ἀπαρνηστῇς καὶ πάῃ ἀλλοῦ ἡ φιλιˬά σου, τὰ ᾿gρίφιˬα τσῆ περιγιˬαλιˬᾶς νὰ φάν τὴ gορμαλιˬά σου (τὸ κορμί σου) αὐτόθ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/