ἀγκάραθος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀγκάραθος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἀγκάραθος ὁ, Κύθηρ. ἀgάραθος Κρήτ. ᾿gάραθος Κρήτ.

Ετυμολογία

Ἀγνώστου ἐτύμου.

Σημασιολογία

Τὸ φυτὸν ἀγκαραθεˬὰ 2, ὃ ἰδ., ἔνθ᾿ ἀν.:Παροιμ. Ἀgάραθος εἶμαι ἐγὼ καὶ δὲ bίνω (διότι ὁ ἀγκάραθος φύεται εἰς τόπους ξηροὺς) Κρήτ. || ᾎσμ. Μεγάλος εἶν᾿ ὁ πλάτανος καὶ κάνει καὶ κουβάριˬα, μικρὸς εἶναι κιˬ ὁ ἀgάραθος, μὰ βγάνει καὶ τὰ μάτιˬα αὐτόθ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/