ἀβγᾶτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀβγᾶτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀβγᾶτος ἐπίθ. Ἤπ. (Ἄρτ.) Πάρ. Πελοπν. (Καλάβρυτ.) κ.ἀ.
Χρονολόγηση
Μεσαιωνικό
Ετυμολογία
Τὸ μεσν. ἐπίθ. ἀβγᾶτος.
Σημασιολογία
1)Ὁ πλήρης ᾠῶν, συνήθως ἐπὶ ἰχθύων κττ. Πάρ. κ.ἀ.: Κάβουρας ἀβγᾶτας Πάρ. Ἡ σημ. ἤδη παρὰ Προδρόμ. Κατὰ ἡγουμένων 3,153 (ἔκδ. Hesseling-Pernot σ.55) «καὶ κέφαλος τριπίθαμος ἀβγᾶτος ἐκ τὸ Ρήγιν». Συνών. ἀβγωμένος (ἰδ. ἀβγώνω). 2)Ὁ ἔχων μεγάλους ὄρχεις, συνήθως ἐπὶ ἀνθρώπου Ἤπ. (Ἄρτ.) Πελοπν. (Καλάβρυτ.) κ.ἀ. Συνών. βαρβᾶτος. β)Μεταφ. ὁ ἔχων ἀκμαίας τὰς σωματικὰς δυνάμεις, ἰσχυρός, εὔρωστος Ἤπ. (Ἄρτ.) Πελοπν. (Καλάβρυτ.) Συνών. βαρβᾶτος. Πβ. ἀβγουλλᾶτος. 3)Τὸ οὐδ. ἀβγᾶτο οὐσ. εἶδος φαγητοῦ ἐξ ᾠῶν καὶ ἄλλων συστατικῶν Ἤπ. (Ἄρτ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA