ἀβγίλα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀβγίλα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θυληκό

Τυπολογία

ἀβγίλα ἡ, ἀμάρτ. ἀβγίλιˬα Παξ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀβγὸ καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. –ίλα, περὶ ἧς ἰδ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 2,248 κἑξ.

Σημασιολογία

Ἡ ὀσμὴ τοῦ ᾠοῦ, μόνον κατὰ γενικ. ὡς ἀντικ. τοῦ ρ. μυρίζω: Μυρίζει ἀβγίλιˬας (διὰ τὴν κατὰ γενικ. σύντ. πβ. τὰ ὅμοια αὐτόθι μυρίζει θανατίλιˬας-κατουρίλιˬας-τυρίλιˬας κτλ.) Συνών. *ἀβγεˬά, ἀβγουλεˬά, ἀβγουλλήθρα II, ἀβγουλλίλα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/