ἀγειτόνευτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀγειτόνευτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀγειτόνευτος ἐπίθ. Σῦρ. (Ἑρμούπ.) – Λεξ. Περίδ. Ἐλευθερουδ.

Ετυμολογία

Τὸ μεσν. ἐπίθ. ἀγειτόνευτος.

Σημασιολογία

Ὁ μὴ ἔχων σχέσεις κοινωνικὰς μετὰ τῶν γειτόνων, ἀκοινώνητος ἔνθ᾿ ἀν.: Ὁ νέος νοικάρις εἶν᾿ ἀγειτόνευτος, δὲν τὸν βλέπ᾿ ἡ γειτονιˬὰ Ἑρμούπ. Συνών. ἀγειτονίαστος, ἀκοινώνητος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/