ἀβγοζήμιˬωτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀβγοζήμιˬωτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀβγοζήμιˬωτος ἐπίθ. Κάρπ. ἀβγοζήμωτος Κάρπ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀβγὸ καὶ τοῦ ρ. ζημιˬώνομαι.
Σημασιολογία
Ὁ ὑπολογίζων ὡς ζημίαν σημαντικὴν τὴν ἀπώλειαν καὶ ἑνὸς ᾠοῦ, ἄρα ὑπερβολικῶς γλίσχρος, φιλάργυρος: Εἶν᾿ ἕνας ἀβγοζήμιˬωτος! Συνών. ἀβγοζύγης.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA