ἀγκίδι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀγκίδι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀγκίδι τό, Ζάκ. Ἤπ. (Δρόβιαν.) Θρᾴκ. (Βιζ.) Παξ. Πελοπν. Τσακων.- Λεξ. Περίδ. ἀγκίδ᾿ Μακεδ. (Σιάτ. Σισάν.) ἀgίδι Κρήτ. ἀτζίδι Μέγαρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. *ἀκίδιον.

Σημασιολογία

1)Πᾶν ὀξὺ καὶ αἰχμηρόν, ἀκάνθης, ξύλου κττ., ἀκὶς Ζάκ. Ἤπ. (Δρόβιαν.) κ.ἀ. Ἡ λ. ὑπὸ τὸν τύπ. Ἀγκίδιˬα τοπων. Νάξ. || Μεταφ. α)Σκάνδαλον, διαβολή, πλεκτάνη,ρᾳδιουργία Κρήτ. Πελοπν. κ.ἀ. –Λεξ. Περίδ.:Εἶχε κιˬ αὐτὸς τ᾿ ἀγκίδιˬα του μέσα Λεξ. Περίδ. Ἤβαλε τ᾿ ἀgίδι dου Κρήτ. Δικά του ᾿ναι τ᾿ ἀgίδιˬα αὐτόθ. β)Χαρακτηριστικὸν ρᾳδιουργοῦντος Λεξ. Περίδ.:Αὐτὸς εἶναι κακὸ ἀγκίδι. γ) Αἰτία κακοῦ τινος, ἀδυναμία, μειονέκτημα Τσακων.:Ὁ γιˬατρὲ ἑρέτσε τὸ ἀγκίδι σι τσαὶ νι ἐγιˬατρεύε (ὁ ἰατρὸς εὗρε τὴν αἰτίαν τῆς ἀσθενείας του καὶ τὸν ἐθεράπευσε). Νὶ ἐπέκα τὸ ἀγκίδι σι τζ᾿ ἐθυμοῦτζε (τοῦ εἶπα τὸ ἐλάττωμά του καὶ ὠργίσθη). 2)Εἰς τὴν συνθηματικὴν γλῶσσαν τῶν τεκτόνων, κοράσιον Μακεδ. (Σιάτ. Σισάν.) Θρᾴκ. (Βιζ.) 3)Ὀλίγον τι, μικρά τις ποσότης (δῆλον ὅτι ἀπὸ τῆς σμικρότητος τῆς ἀκίδος) Κρήτ. Πάξ.:Σοῦ ᾿δωκαν πολὺ τυρί;-Ὄχι καηˬμένε, ἕν᾿ ἀγκίδι Παξ. Ἐφάαμου κ᾿ ἐμεῖς ἕν᾿ ἀγκίδι κρέας μιˬὰ φορὰ καὶ μᾶς ἐβγῆκε ξινὸ αὐτόθ. Δὲν ἔχω ἀgίδι ξύλο ν᾿ ἅψω τὴ φωθιˬὰ Κρήτ. Συνών. γουλεˬά, ἔλεος, νυχεˬά, νύχι, στάλα. 4)Ὁ κατὰ τὴν κορυφὴν τοῦ ἀδρακτίου κεκαμμένος ὀβελίσκος Μέγαρ. Τσακων. Συνών. ἀγκινάρι 3, ἀγκίνι 1.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/