ἀγελαδόγαλο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγελαδόγαλο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀγελαδόγαλο τό, Σῦρ. (Ἑρμούπ.) κ.ἀ. ᾿γελαδόγαλο Ἤπ. ᾿γιλαδόγαλου Στερελλ. (Αἰτωλ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. ἀγελάδα καὶ γάλα.
Σημασιολογία
Τὸ γάλα τῆς ἀγελάδος ἔνθ᾿ ἀν.:Τ᾿ ἀγελαδόγαλο εἶναι πεὸ λαφρὸ ἀπ᾿ τὸ πρόβε͜ιο Ἑρμούπ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA