ἀγελαδόγρεκο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγελαδόγρεκο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀγελαδόγρεκο τό, ἀμάρτ. ᾿γελαδόγρεκο Θεσσ. (Ἁλμυρ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. ἀγελάδα ἢ ἀγελάδι καὶ γρέκι.
Σημασιολογία
Μέρος διαμονῆς ἀγελάδων, μάνδρα ἀγελάδων καὶ βοῶν. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀγελαδοβορός.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA