ἀγκιναρίστρα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγκιναρίστρα
Τύπος
Παραλλαγή
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θυληκό
Τυπολογία
ἀγκιναρίστρα ἡ, ἀμάρτ. ἀgιναρίστρα Κρήτ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀγκινάρι.
Σημασιολογία
Ὁ κατὰ τὴν κορυφὴν τῆς ἀτράκτου κεκαμμένος μετάλλινος ὀβελίσκος. Συνών. ἀγκίδι 4, ἀγκινάρι 3, ἄγκινας 2, ἀγκίνι 1.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA