ἀγελαδόπονος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀγελαδόπονος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἀγελαδόπονος ὁ, ἀμάρτ. ᾿γελαδόπονος Πελοπν. (Τριφυλ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν οὐσ. ἀγελάδα καὶ πόνος.

Σημασιολογία

Πόνος γεννώμενος εἰς τὸ χεῖλος ἢ τὴν σιαγόνα ἢ ἄλλο μέρος τοῦ προσώπου ἐκείνου, ὅστις φουσκώνει διὰ τοῦ στόματος διὰ νὰ ἐκδείρῃ ἐσφαγμένην ἀγελάδα παθοῦσαν ἀπὸ χαμοδράκι. Ὁ πόνος οὗτος προκαλεῖ φλύκταιναν, ἡ ὁποία πυορροεῖ καὶ ἀποδίδει δυσωδίαν (πβ. ΝΠολίτ. Παραδ. 2, 1217).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/