ἀγελασιˬὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀγελασιˬὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θυληκό

Τυπολογία

ἀγελασιˬὰ ἡ, Σῦρ. (Ἑρμούπ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἀγέλαστος κατὰ παρασχετισμὸν πρὸς τὸ ἐγέλασα ἀόρ. τοῦ γελῶ. Πβ. ἀ- στερητ. 1β. Ἡ λ. καὶ παρὰ Σομ.

Σημασιολογία

Τὸ νὰ μὴ γελᾷ, μειδιᾷ τις, ἀλλὰ νὰ εἶναι διαρκῶς σκυθρωπός:Φρ. Ἀγελασιˬὰ τὸν δέρνει (ἐπὶ τοῦ διαρκῶς σκυθρωποῦ).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/