ἀγκίνι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀγκίνι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀγκίνι τό, Ἀθῆν. Εὔβ. (Λίμν.) Πελοπν. (Βούρβουρ. Καλάβρυτ. Τρίκκ. Φεν.) κ.ἀ. ἀgίνι Ἰθάκ. Κεφαλλ. Κρήτ. ἀντζίνι Πελοπν. (Βούρβουρ.) ἀτζίνι Μέγαρ. Πελοπν. (Οἰν. κ.ἀ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. ἄγκινας.

Σημασιολογία

1)Ὁ κατὰ τὴν κορυφὴν τῆς ἀτράκτου κεκαμμένος μετάλλινος ὀβελίσκος Ἀθῆν. Εὔβ. (Λίμν.) Πελοπν. (Βούρβουρ. Καλάβρυτ. Οἰν. Τρίκκ. Φεν.) κ.ἀ.: Μὲ ἀσημένιˬο ἀδράχτι καὶ μὲ ἀσημένιˬο ἀγκίνι (ἐπῳδ. εἰς πάσχοντα ὀφθαλμὸν) Ἀθῆν. Συνών. ἀγκίδι 4, ἀγκινάρι 3, ἀγκιναρίστρα, ἄγκινας 2. 2)Ἄγκιστρον Ἰθάκ. Κεφαλλ.:Τὸν ἐκρέμασε ᾿ς ἕν᾿ ἀgίνι Κεφαλλ. β)Πᾶν κεκαμμένον καὶ ἀγκιστροειδὲς Ἰθάκ. 3)Πᾶν αἰχμηρὸν καὶ ὀξὺ Κεφαλλ.:Τὸ ἀgίνι τοῦ ἀgιστριˬοῦ (ἡ αἰχμή). Τὰ ἀgίνιˬα τοῦ πριονιˬοῦ (οἱ ὀδόντες τ.π.). Ἔκοψες τὸ ξύλο καὶ τοῦ ἄφησες ἀgίνιˬα (δὲν τὸ ἴσωσες, δὲν τὸ ἐστρογγύλεψες). || Φρ. Ἔχω ἀgίνιˬα ᾿ς τὸ λαιμό μου (αἰσθάνομαι νὰ μὲ κεντῇ ὁ λαιμός μου) Κεφαλλ. 4)Ἡ μεταλλίνη γραφὶς Κεφαλλ. Συνών. πέννα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/