ἀγενὴς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγενὴς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀγενὴς ἐπίθ. λόγ. σύνηθ.
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. ἐπίθ. ἀγενὴς=ὁ ἐκ ταπεινῆς οἰκογενείας καταγόμενος, ποταπός.
Σημασιολογία
Ὁ ἐστερημένος καλῶν τρόπων ἐν τῇ κοινωνικῇ συμπεριφορᾷ, τραχὺς τοὺς τρόπους, ἀγροῖκος:Τί ἀγενὴς ἄνθρωπος, δὲν ξέρει καθόλου νὰ φέρεται! Συνών. βάρβαρος, ἀντίθ. εὐγενής.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA