ἀγκιˬοὴ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγκιˬοὴ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θυληκό
Τυπολογία
ἀγκιˬοὴ ἡ, Τσακων.
Ετυμολογία
Ἐκ τῆς προθ. ἀντὶ καὶ τοῦ οὐσ. ἀλοὴ=ἀντιλοὴ-ἀγκιˬοὴ κατὰ τοὺς φωνητ. Νόμους τῆς Τσακων. διαλέκτου. Διὰ τὴν σημασίαν τῆς ἀντὶ πβ. ἀντίδουλος (=ἰσόδουλος), δοῦλος. Κατὰ τὸν ΓἈναγνωστόπ. ἐν Byzant. Zeitschr. 25 (1925) 370 ἐκ τοῦ οὐσ. ἀντιλογή.
Σημασιολογία
Τὸ πικρὸν τὴν γεῦσιν, ἐπὶ παντὸς ἐδέσματος ἢ ποτοῦ λίαν πικροῦ: Ἔγκι τὸ γιˬατικὸ ἔι ἀγκιˬοὴ (αὐτὸ τὸ ἰατρικὸν εἶναι πικρόν). Πβ. ἀλοή, χολή.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA