ἀγενικὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀγενικὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἀγενικὸς, ἐπίθ. ἀμάρτ. ἀενικὸς Κάρπ. (Ἔλυμπ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιρρ. ἀγενικὰ καὶ τοῦ ρ. πίνω.

Σημασιολογία

Πίνω μετ᾿ ἀπληστίας: ᾎσμ. Ἡ κόρη ἱδρωμένη κλίνει νὰ πιῇ νερὸ κιˬ ὡς εἶν᾿ ἡ κόρ᾿ ἀενική, πολλ᾿ ἀενικοπίνει.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/