ἀγκιˬόρνο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀγκιˬόρνο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίρρημα

Τυπολογία

ἀγκιˬόρνο ἐπίρρ. Ζάκ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ Ἰταλ. agiorno.

Σημασιολογία

Τὸ εἶναί τινα ἐνήμερον, συνήθως μετὰ τῶν ρ. εἶμαι ἢ βάνω: Εἶμαι ἀγκιˬόρνο (εἶμαι ἐνήμερος). Βάνω ἀγκιˬόρνο (καθιστῶ ἐνήμερον).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/