ἀγεννησιˬὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγεννησιˬὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θυληκό
Τυπολογία
ἀγεννησιˬὰ ἡ, Σῦρ. (Ἑρμούπ.)
Ετυμολογία
Τὸ μεσν. οὐσ. ἀγενησία. Πβ. Σουΐδ. «ἀγονία· ἀτεκνία, ἀγεννησία».
Σημασιολογία
Τὸ νὰ μὴ γεννᾷ τις, ἡ ἀγονία, ἡ στείρωσις:Φρ. Ἀγεννησιˬὰ τὴν δέρνει (ἐπὶ γυναικὸς στείρας).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA