ἄγεννος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἄγεννος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἄγεννος ἐπίθ. Ἄνδρ. Ἤπ. Κεφαλλ. Κρήτ. Λευκ. Μῆλ. Πελοπν. (Καλάβρυτ. Λακων. Μάν. Φεν.) Χίος κ.ἀ. ἄγιννους Μακεδ. (Χαλκιδ.) κ.ἀ. ἄεννος Ἰκαρ. κ.ἀ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ρ. γεννῶ ἢ τοῦ οὐσ. γέννα. Ἰδ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ, 2,109 καὶ ἐν Ἀθηνᾷ 28 (1916) Λεξικογρ. Ἀρχ. 21.
Σημασιολογία
1)Ἐνεργ. ὁ μήπω γεννήσας Ἄνδρ. Ἤπ. Ἰκαρ. Κεφαλλ. Κρήτ. Λευκ. Μακεδ. (Χαλικδ.) Μῆλ. Πελοπν. (Καλάβρυτ. Μάν. Φεν.) Χίος κ.ἀ.: Ἀγελάδα-προβατῖνα ἄγεννη Λευκ. Γυναῖκα ἄγεννη Κεφαλλ. Κρήτ. Λευκ. κ.ἀ. Ἔχω μιˬὰ γίδα ἀκόμη ἄγεννη Ἤπ. Ἄγεννα πρόβατα Μῆλ. Δααμαλίδ᾿ ἄγιννου Χαλκιδ. Συνών. ἀγέννητος 3. 2)Παθ. ὁ μήπω γεννηθεὶς Πελοπν. (Λακων.): Ἐσὺ ἦσουν ἄγεννος. Συνών. ἀγέννητος 1.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA