ἀγκιστρεˬὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγκιστρεˬὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θυληκό
Τυπολογία
ἀγκιστρεˬὰ ἡ, ἀγκιστρέα Αἴγιν. ἀgιστρέα Πελοπν. (Λεῦκτρ. Μάν.) ἀτζιστρέα Μέγαρ. ἀgιστρὲ Δ. Κρήτ. ἀγκιστρεˬὰ ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 2,232 καὶ 254 ἀgιστρεˬὰ Πελοπν. (Ἀρεόπ. Λακεδ.) Σύμ. ἀντζιστρὰ Κάρπ. ἀγκιέα Πόντ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀγκίστρι καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. –εˬά. Ἰδ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 2,232 κἑξ.
Σημασιολογία
I1)Ἡ πληγή, τὸ τραῦμα τὸ ἐκ τοῦ ἀγκίστρου προξενούμενον Αἴγιν Δ. Κρήτ. Πόντ. 2)Ἡ βολὴ τοῦ ἀγκίστρου Πελοπν. (Ἀρεόπ. Λακεδ.): Μὲ μιˬὰ ἀgιστρεˬὰ ἔπιˬασα δυˬὸ ψάριˬα Λακεδ. Κάθε ἀgιστρεˬὰ βγάζω καὶ ψάρι Ἀρεόπ. 3)Ἡ ἐφάπαξ διὰ τοῦ ἀγκίστρου λαμβανομένη λεία ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 2,254. 4)Ὁ τόπος, ὅπου τοποθετεῖται τὸ ἄγκιστρον μετὰ τοῦ δολώματος πρὸς ἄγραν πτηνῶν Πελοπν. (Λεῦκτρ.) II)Ἄγκιστρον Κρήτ.:Πέταξα τὴν ἀgιστρὲ καὶ τὸ ᾿βγαλα τὸ ψάρι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA