ἄγενος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἄγενος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἄγενος ἐπίθ. (II) Ἰκαρ. Κρήτ. ἄενος Ἰκαρ. Κάρπ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ οὐσ. γένει.

Σημασιολογία

1)Ὁ μὴ ἔχων γένειον διὰ τὴν ἄωρον ἔτι ἡλικίαν, ἀγένειος Ἰκαρ. Κρήτ.:Ἄγενο παλληκάρι Κρήτ. || ᾎσμ. Ἦτο ψηλός, ἦτο λυγνός, ἔμορφος σὰν κ᾿ ἐσένα, μὰ ᾿κεῖνος ἦταν ἄγενος, μὰ ᾿σ᾿ εἶσαι μὲ τὰ γένε͜ια Ἰκαρ. Συνών. ἀγένειος. 2)Μεταφ. ἄπειρος, ἀνεπιτήδειος Κάρπ.:Παροιμ. Ἄενος ζευγᾶς, ᾿ρημιˬὰ σπιτιοῦ (ὁ ἄπειρος γεωργὸς εἶναι ἡ καταστροφὴ τοῦ οἴκου. Ἐπὶ τοῦ φύσει ἀνεπιτηδείου).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/