ἀγεˬόρταστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγεˬόρταστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀγεˬόρταστος ἐπίθ. Ἀθῆν. Σῦρ. (Ἑρμούπ.) κ.ἀ. ἀγεˬόρτιˬαστος Πελοπν. (Αἰγ. Ἀρκαδ.) ἀγεˬόρταγος Κέρκ. κ.ἀ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *γεˬορταστὸς<γεˬορτάζω. Πβ. καὶ ἀρχ. ἀνεόρταστος.
Σημασιολογία
Παθ. ὁ μὴ ἑορταζόμενος Κέρκ. κ.ἀ.:Ἔχει ὄνομα ἀγεˬόρταγο (ὄνομα, τοῦ ὁποίου ἀντίστοιχον ὄνομα ἁγίου δὲν ὑπάρχει). Ἐνεργ. Ὁ μὴ ἑορτάζων τὴν ὀνομαστικὴν ἑορτήν του Ἀθῆν. Πελοπν. (Αἴγ. Ἀρκαδ.) Σῦρ. (Ἑρμούπ.) κ.ἀ.:Εἶν᾿ ἄνθρωπος ἀγεˬόρταστος, δὲ γεˬορτάζει ποτέ του Ἀθῆν. Ἀγεˬόρταστος ἔμεινα φέτος, γιατ᾿ ἦταν πεθαμένος ὁ πατέρας μου Αἴγ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA