ἀγερῖνα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγερῖνα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θυληκό
Τυπολογία
ἀγερῖνα ἡ, Ἤπ. Παξ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ Λατιν. arena (=ἄμμος) καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -ῖνα ἀντὶ *ἀρενῖνα. Ἡ μεταβολὴ εἰς ἀγερῖνα ἐκ παρετυμ. πρὸς τὸ ἀέρας-ἀγέρας.
Σημασιολογία
Ἡ λεπτοτάτη ἄμμος τοῦ αἰγιαλοῦ (ἡ οἱονεὶ ὡς λεπτὸς κονιορτὸς δυναμένη ὑπὸ τοῦ ἀέρος νὰ μετεωρισθῇ καὶ νὰ παρέχῃ οὕτω τὴν ἐντύπωσιν ἄμμου ἀερίου) ἔνθ᾿ ἀν.:Ὁ χοdρὸς ἄμμος εἶναι γιὰ τὰ πρῶτα μπουκαρίσματα, γιˬὰ τ᾿ ἀπόξω μᾶς χρειάζεται ἀγερῖνα (μπουκαρίσματα=ἀμμοκονιάσματα) Παξ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA