ἀγερόσερτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγερόσερτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀγερόσερτος ἐπίθ. ἀμάρτ. ἀερόσυρτος Νάξ. (Ἀπύρανθ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *γεροσερτὸς<γεροσέρνω.
Σημασιολογία
1)Ὁ μὴ φθάνων εἰς τὸ γῆρας, ἀλλ᾿ ἀποθνῄσκων νέος:Ἀερόσυρτος ἦτον ὁ καμένος καὶ ᾿κεῖνος, τριάdα χρονῶ, δὲ βολεῖ, ἦτον ὅdενε πέθανε. 2)Ὁ μὴ ἀντέχων, ὁ ταχέως φθειρόμενος: Ἀερόσυρτο ροῦχο-φουστάνι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA