ἀγεφύρωτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀγεφύρωτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀγεφύρωτος ἐπίθ. Ἤπ. (Ἄρτ.) Πελοπν. (Ἀρκαδ.) Πόντ. (Κοτύωρ.) κ.ἀ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἀμαρτ. ἐπιθ. γεφυρωτὸς<γεφυρώνω.

Σημασιολογία

Ὁ μὴ γεφυρωμένος, ὁ μὴ ἔχων γεφύραν, ἐπὶ ποταμοῦ ἔνθ᾿ ἀν.:Ποτάμι ἀγεφύρωτο Ἀρκαδ. Ἀγεφύρωτον ὀρμὶν (ρυάκι) Κοτύωρ. || ᾎσμ. Ποτάμι μ᾿ ἀγεφύρωτο, ποτάμι στρέψε πίσω, γιˬὰ νὰ διαβῶ ἀντίπερα πέρα ᾿ς τὰ κλεφτοχώριˬα ἀγν. τόπ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/