ἀβγοθήκη
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀβγοθήκη
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θυληκό
Τυπολογία
ἀβγοθήκη ἡ, Ἀθῆν. Κεφαλλ. Κυκλ. Πελοπν. (Αἴγ.) κ.ἀ. ἀβγοθούκη Κάρπ. ἀβγοθούτση Κάρπ. ἀβγουσήκη Λυκ. (Λιβύσσ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. ἀβγὸ καὶ θήκη. Τὸ β΄ συνθετ. ὑπὸ τὸν τύπ. θούκη ἀπαντᾷ καὶ εἰς πλεῖστα ἄλλα ἐν Καρπ. ὀν., ὡς κουταλοθούκη, πιαττοθούκη, σταμνοθούκη, ψωμοθούκη κττ.
Σημασιολογία
1)Τὸ μέρος τῆς οἰκίας ἢ τὸ σκεῦος, ὅπου φυλάττονται τὰ ᾠὰ Κάρπ. κ.ἀ. Πβ. ἀβγοκάλαθο. 2)Ἡ ᾠοθήκη τῆς ὄρνιθος Κάρπ. Κυκλ. Λυκ. (Λιβύσσ.) κ.ἀ.: Τὴ λυπήθηκα ποῦ τὴν ἔσφαξα τὴν κόττα, γιˬατὶ μεσ᾿ ᾿ς τὴν ἀβγοθήκη της εἶχε τοῦ κόσμου τ᾿ ἀβγὰ Κυκλ. Ἐσφάξαμε μιˬὰν ὄρνιθα κ᾿ ἡ ἀβγοθούτση της ἦταν γεμάτη ἀβγὰ Κάρπ. β)Κατὰ πληθ. συνεκδ. τὸ πλῆθος τῶν ἐν τῇ ᾠοθήκη τῆς ὄρνιθος ᾠαρίων (ἡ ὀνομασία τοῦ περιέχοντος ἐπεξετάθη καὶ εἰς τὸ περιεχόμενον) Λυκ. (Λιβύσσ.): Αὐτὴ ἡ ὄρνιθα ἔχει πουλλὲς ἀβγουσῆκις. 3)Τὸ μέρος, ὅπου γεννᾷ ἡ ὄρνις, ἡ φωλεὰ Κάρπ. Κεφαλλ.: Πάω ᾿ς τὴν ἀβγοθήκη νὰ βρῶ ἀβγὰ Κεφαλλ. Συνών. ἀβγῶνας 1. 4)Μικρὸν ἐπιτραπέζιον σκεῦος σχήματος ποτηρίου μετὰ βάσεως, ἐντὸς τοῦ ὁποῖου παρατίθεται εἰς τὴν τράπεζαν τὸ βραστὸν ᾠὸν Ἀθῆν. Πελοπν. (Αἴγ.) κ.ἀ. Συνών. ἀβγοτιˬέρα, ἀβγουλλιˬέρα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA