ἀγηροκόμητος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγηροκόμητος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀγηροκόμητος ἐπίθ. Πάρ. (Παροικ.) κ.ἀ. –Λεξ. Ἐλευθερουδ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *γηροκομητὸς<γηροκομῶ.
Σημασιολογία
Ὁ μὴ γηροκομούμενος, ὁ στερούμενος βοηθείας εἰς τὸ γῆρας του ἔνθ᾿ ἀν.:Πέθανε ἔρημος κι ἀγηροκόμητος Παροικ. Ὁ Θεὸς νὰ δώσῃ νὰ μείνῃς ἀγηροκόμητος! (ἀρὰ) αὐτόθ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA