ἀγκολλῶ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγκολλῶ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀγκολλῶ Χίος (Νένητ.) ἀgολλάω Πελοπν. (Μάν.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. κολλῶ.
Σημασιολογία
1)Ἐκδιώκω, ἀποδιώκω, ἀποβάλλω Πελοπν. (Μάν.): Ἀgολλήσανε τὸν τσοπάνη τους, γιˬατὶ τοὺς ἔκλεβε. Ἀgόλλησα τὸ παιδὶ ἀπὸ τὸ σπίτι. Συνών. διˬώχνω 2)Ἀποσύρω, ἀπομακρύνω Πελοπν. (Μάν.): Ἀgολλάω τὰ πρόβατα ἀπὸ τὰ χόρτα. Πβ. παραγκολλάω. 3)Καταδιώκω, κυνηγῶ Χίος (Νένητ.): Ἀγκολλᾷ μου (μὲ κυνηγᾷ).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA