ἀγκομαχιˬὸ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγκομαχιˬὸ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀγκομαχιˬὸ τό, Παξ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. ἀγκομαχῶ ὑποχωρητικῶς.
Σημασιολογία
Πνευστίασις, ἀγωνία, στεναγμὸς ἀγωνιώδης: Θὰ τὸν φάῃ αὐτὸ τὸ ἀγκομαχιˬὸ ποῦ ἔχει ὅλη μέρα γιˬὰ τὸ παιδί του ποῦ πέθανε.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA