ἀγκοράρω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγκοράρω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀγκοράρω Ζάκ. Κέρκ. ἀgοράρω Κεφαλλ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ Ἰταλ. ancorare.
Σημασιολογία
I)Ἀγκυροβολῶ Ζάκ. Κεφαλλ. Συνών. ἀράζω. Β)Μεταφ. ἐξασφαλίζομαι Κεφαλλ.: Ἀgοράρισες γιˬὰ καλα. II)Ἀνασύρω τὴν ἄγκυραν Κέρκ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA