ἀγκορδακίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγκορδακίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀγκορδακίζω Ρόδ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἀρχ. ρ. κορδακίζω ἢ *ἐγκορδακίζω.
Σημασιολογία
Ἀνοήτως ἢ ἀηδῶς καὶ ἀσέμνως φέρομαι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA