ἀγκοὺ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀγκοὺ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επιφώνημα

Τυπολογία

ἀγκοὺ ἐπιφών. Κάρπ. ἀgοὺ Ἄνδρ. Θήρ. Πάρ. Σῦρ. Πελοπν. (Λακων.) κ.ἀ. ἀγ-γοὺ Κύπρ. ἄγκου Κάρπ. Μεγίστ. κ.ἀ. ἄgου Κεφαλλ. ἄνκου Παξ. ἀγκὶ Καππ. (Σινασσ.) ἀgὶ Προπ. (Κύζ.)

Σημασιολογία

1)Λέξις πεποιημένη τῆς παιδικῆς γλώσσης, ἓν τῶν πρώτων ψελλισμάτων τοῦ βρέφους ἔνθ᾿ ἀν.:Ἄρχισε τὸ παιδί νὰ κάνῃ τ᾿ ἀgού του Πάρ. 2)Θωπευτικὸν πρὸς τὰ νήπια ἔνθ᾿ ἀν.:Ἀgοὺ τὸ μωρό μου! Σῦρ. Ἄνκου ἄνκου, μάτιˬα μου! Παξ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/