ἀβγόκωλος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀβγόκωλος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀβγόκωλος ἐπίθ. Οὐδ. ᾿βόκωλον Πόντ. (Χαλδ.) ᾠβγόκωλον Πόντ. (Ὄφ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. άβγὸ καὶ κῶλος.
Σημασιολογία
Ὁ ἔχων κῶλον, ἤτοι βάσιν καθὼς τὸ ᾠόν, ἤτοι ᾠοειδής, στρογγύλος: Ντ᾿ ἔμορφον στρογγυλὸν ἔν᾿, ἅμον ᾠβγόκωλον! (τί ὡραῖον καὶ στρογγύλον εἶναι, καθὼς πρᾶγμα ᾠοειδὲς) Ὄφ. || Φρ. Στρογγυλὸν καὶ ᾿βόκωλον (ἐπὶ παντὸς πράγματος ᾠοειδοῦς, σφαιρικοῦ) Χαλδ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA