ἀβγόλᾳδο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀβγόλᾳδο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀβγόλᾳδο τό, ἀβγόλᾳδον Κύπρ. ἀβγόλᾳδο Ἀθῆν. Κυκλ. Πελοπν. (Αἴγ. Ἀρκαδ. Λακων.) κ.ἀ. –ΜΧουρμούζη Μαλακ. 127 ἀβγόλᾳδου Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀκαρναν.)
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. ἀβγὸ καὶ λᾴδι.
Σημασιολογία
1)Τὸ ἔλαιον τὸ ἐκκρινόμενον ἐκ κρόκκων ᾠῶν περιστρεφομένων ἐπ᾿ ἀρκετὸν ἐντὸς τηγανίου ἢ χύτρας ἐπ᾿ ἀνθράκων τιθεμένης, διὰ τοῦ ὁποίου ἐπαλείφονται πρὸς ἀνακούφισιν οἱ πάσχοντες ἐκ ρευματισμῶν ἢ ἀθρίτιδος. Τὸ αὐτὸ καὶ περιφραστικῶς λᾴδι τοῦ ἀβγοῦ Ἀθῆν. 2)Ἀλοιφὴ φαρμακευτικὴ παρασκευαζομένη ἐκ κρόκου ᾠοῦ μόνου ἢ ἀναμεμειγμένου μετ’ ἐλαίου καὶ χρησιμοποιουμένη συνήθως εἰς πληγὰς ἐξ ἐγκαυμάτων Ἀθῆν. Κυκλ. Κύπρ. Πελοπν. (Αἴγ. Ἀρκαδ. Λακων.) Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀκαρναν.) κ.ἀ. -ΜΧουρμούζη ἐνθ’ἀν.: Κάηκε τὸ χέρι μου καὶ τ᾿ ἄλειψα μὲ ἀβγόλᾳδο Αἴγ. Ἀρκαδ. Κυκλ. Σὰν νὰ φαίνεται νὰ ἡσύχασα κομμάτι μὲ τ᾿ ἀβγόλᾳδο ΜΧουρμούζη ἔνθ’ἀν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA