ἀγκουσεύω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγκουσεύω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀγκουσεύω Ἤπ. Παξ. Πελοπν. (Ἀνδρίτσ.) ἀgουσεύω Κεφαλλ. ἀgουσεύου Θρᾴκ. (Αἶν.) Μέσ. ἀγκουσεύομαι Ἰόνιοι Νῆσ. (Πύλ.) ἀγκουσεύουμι Ἤπ. (Ζαγόρ. Τσαμαντ. Χουλιαρ.) Μετοχ. ἀγκουεγκούμενε Τσακων.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀγκοῦσα.
Σημασιολογία
1)Ἀμτβ. ἔχω ἀγκοῦσα, ἀσθμαίνω, πνευστιῶ, πνίγομαι ἕνεκα πολυφαγίας, νόσου, καύσωνος κττ. Ἤπ. (Ζαγόρ.) Θρᾴκ. (Αἶν.) Παξ. Πελοπν. (Ἀνδρίτσ. Πύλ.): Ἔφαε πολὺ κιˬ ἀγκουσεύτηκε Παξ. Ἀγκουσεύουμι ἀπ᾿ τοὺ σ᾿νά᾿ Χουλιαρ. β)Στενοχωροῦμαι, δυσφορῶ, ἀδημονῶ Ἤπ. (Τσαμαντ. κ.ἀ.) Ἰόνιοι Νῆσ. (Κεφαλλ. Παξ. κ.ἀ.): Μὴν ἀγκουσεύισι γιˬὰ μένα Ἤπ. Ἀgουσεύτηκε ἀπ᾿ τὰ λόγιˬα σου Κεφαλλ. Μ᾿ ἔκαμε ν᾿ ἀgουσευτῶ αὐτόθ. Τὸ παιδὶ μοῦ φάνηκε σὰν ἀgουσεμένο αὐτόθ. Ἀκκούμπησε ᾿ς τὸ στρουγκολίθι σὰν ἀγκουσεμένος Ἤπ. Δὲ μπορεῖ ὅπως θέλει καὶ γιˬ᾿ αὐτὸ ἀγκουσεύεται Ἰόνιοι Νῆσ. Ἡ σημ. καὶ παρ᾿ Ἐρωτοκρ. Α στ. 795 (ἔκδ. ΣΞανθουδ.) «κ᾿ ἡ Ἀρετοῦσα φόρμιζε νὰ μὴ γροικᾷ λαγοῦτο | οὐδὲ τραγούδι οὐδὲ σκοπὸ κι ἀγκούσευγε κ᾿ ἐπόνει» καὶ 802 «καὶ μόνον ἀγκουσεύγετο μέσα ᾿ς τὸ λογισμόν του». 2)Μετβ. κάμνω τινὰ νὰ στενοχωρηθῇ, νὰ ἀδημονήσῃ, λυπῶ τινα Ἤπ. Κεφαλλ. Παξ.: Μὴ μ᾿ ἀγκουσεύῃς Ἤπ. Τὸν ἀgούσεψε μ᾿ αὐτὰ ποῦ εἶπε Κεφαλλ. Τόνε βρίσκει κάθε μέρα καὶ μὲ τὰ ποντουρόλογά του τὸν ἀγκουσεύει (ποντουρόλογα=ὑπαινιγμοὶ) Παξ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA