ἀγιˬάρι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγιˬάρι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀγιˬάρι τό, ἀγιˬάριν Κύπρ. Λυκ. (Λιβύσσ.) ἀγιάρι Θρᾴκ. (Σηλυβρ.) Κρήτ. Μεγίστ. Νάξ. Χίος κ.ἀ. ἀγιˬάρ᾿ Θρᾴκ. (Κομοτ. Σαρεκκλ. Στέρν.) Ἴμβρ. Μακεδ. (Σέρρ.) Πόντ. (Σάντ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.)
Ετυμολογία
Ἀραβοτουρκ. ayar=βαθμὸς καθαρότητος πολυτίμου μετάλλου, ἀκρίβεια βάρους νομίσματος, ἀκρίβεια ὥρας ὡρολογίου.
Σημασιολογία
1)Ἀκριβὴς καὶ κανονικῆ λειτουργία μηχανήματος, οἷον τοῦ ὡρολογίου Θρᾴκ. (Κομοτ.):Χάλασι τ᾿ ἀγιˬάρ᾿ τοῦ ρουλουιοῦ β)Ἡ δι᾿ ἀντιπαραβολῆς ἐξέλεγξις καὶ ὁ καθαρισμὸς τῆς ἀκριβοῦς λειτουργίας μηχανήματος, οἷον ὡρολογίου καὶ σταθμοῦ Θρᾴκ. (Κομοτ. Σαρρεκλ. Σηλυβρ.) Ἴμβρ. Κρήτ. Λυκ. (Λιβύσσ.) Μακεδ. (Σέρρ.) Μεγίστ. Νάξ. Πόντ. (Σάντ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) Χίος κ.ἀ.:Φρ. Κάνου τοὺ ρουλόι ἀγιˬάρ᾿ (κανονίζω τὴν ἀκρίβειαν τοῦ ὡρολογίου) Κομοτ. Εὐτάω τὴν ὥραν ἀγιˬάρ᾿ (κάμνω τὸ ὡρολόγιον ἀγιάρι) Χαλδ. Ἔκαμα τὸ καντάρι ἀγιˬάρι (ἐκανόνισα τὴν ἀκρίβειαν τοῦ στατῆρος) Χίος || Φρ. Κάνει ἀγιˬάρι τὸ νοῦ του (μεταφ. διανοεῖταί τι) Κρήτ. 2)Δοχεῖον ὡρισμένης χωρητικότητος χρησιμοποιούμενον εἰς φύλαξιν ποτοῦ οἰνοπνευματώδους (θὰ ἐσήμαινεν ἀρχικῶς μονάδα βάρους) Θρᾴκ. (Στέρν.) 3)Ἡ χωρητικότης ἀγγείου Κύπρ.:Τὸ ἀγιˬάριν τοῦ βλαιˬοῦ ἔν᾿ δκυˬὸ ὀκ-κάδες (βλαιˬοῦ=φλασκιοῦ).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA