ἀγκοφορῶ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγκοφορῶ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀγκοφορῶ Χίος (Νένητ.) Μέσ. ἀγκοφοροῦμαι Χίος (Μυρμήγκ. Νένητ.) ἀgουφαρε͜ιέμαι Θήρ. κ.ἀ. ᾿gοφοροῦμαι Κύθν. ᾿gοφορε͜ιοῦμαι Κύθν. ᾿gοφορε͜ιέμαι Κύθν. ᾿gουφαρε͜ιοῦμαι Θήρ. Παθ. μετοχ. ᾿gουφουριμένους Λέσβ. (Μυτιλ.)
Ετυμολογία
Ἐπιτατικώτερος τύπος τοῦ ἀγκώνω. Πβ. καὶ τὰ εἰς –βολῶ, -κοπῶ, -λογῶ καὶ -μαχῶ ρ. Ἰδ. ΓΧατζιδ. ἐν Ἀθηνᾷ 22 (1910) 242 κἑξ.
Σημασιολογία
1)Ἀσθμαίνω, πνευστιῶ ἕνεκα νόσου, κόπου, πολυφαγίας κττ. Θήρ. Κύθν. Συνών. ἀγκομαχῶ 1. 2)Βογγῶ, στενάζω, ὀλολύζω Θήρ. Κύθν. Χίος (Μυρμήγκ. Νένητ. κ.ἀ.): Σὰν κοπανίσω τὸν υἱγιˬόν μου, ὅλον ἀγκοφορᾶται ἀφ᾿ τὰ κλάματα Χίος. Συνών. ἀγκομαχῶ 2.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA