ἀγκρινιˬάζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγκρινιˬάζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀγκρινιˬάζω Ζάκ. ᾿gρινιˬάζω Μέγαρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ Ἰταλ. incrinare=λεπτῶς σχίζω, διαρρηγνύω.
Σημασιολογία
Ἀμύσσω, κεντῶ ἔνθ᾿ ἀν.:Μ᾿ ἀγκρίνιˬασε ἡ γάττα Ζάκ. Ποῦ ἀγκρινιˬάστηκες; αὐτόθ. Συνών. γρατσανίζω, γρατσαρίζω, γρατσουνίζω, γριτσανίζω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA