ἀγκριˬώνω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀγκριˬώνω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀγκριˬώνω Πελοπν. (Μεγαλόπ.) ἀgριˬώνω Πελοπν. (Γέρμ. Λακων. Μάν. Οἰν.)

Ετυμολογία

Ἀγνώστου ἐτύμου.

Σημασιολογία

1)Ἀγκιστροῦμαι ἀπὸ τινος, ἐμπλέκομαι, κυρίως ἐπὶ ἀκανθωδῶν, οἷον βάτου κττ. Πελοπν. (Γέρμ. Λακων. Μάν. Οἰν.): Ἄgριˬωσε ᾿ς Ἕνα βάτο Λακων. Ἄgριˬωσε τὸ φουστάνι μου ἀπὸ τὸ βάτο καὶ σκίστηκε αὐτόθ. Ἀgριˬώνει ἡ ἄγκυρα (ἐμπλέκεται καὶ δὲν σηκώνεται) αὐτόθ. || Φρ. Δὲν ἔχει ἀπὸ ποῦ ν᾿ ἀgριˬώσῃ (ἀπὸ ποῦ νὰ ἐλπίσῃ προστασίαν) αὐτόθ. β)Μεταβιβαστ. Κάμνω τι νὰ πιασθῇ, νὰ προσκρούσῃ Πελοπν. (ὀιν.):Κλαρὶ δὲ θὰ μείνῃ, δὲ θ᾿ ἀgριˬώνῃ ὁ διˬάβολος τὴ μύτι του || ᾎσμ. Ἀπὲ μὲ τρώνε τὰ θεριˬά, ἀπὲ μ᾿ ἀgριˬώνει ὁ βάτος. 2)Ἐγγίζω Πελοπν. (Μεγαλόπ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/