ἀγκυλίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀγκυλίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀγκυλίζω ἀμάρτ. ᾿γκελίζω Σέριφ. ᾿γκελ-λῶ Σίφν.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀγκύλι.

Σημασιολογία

1)Ἐπὶ σφηκῶν, μελισςῶν, σκορπίων κττ. ἀγκυλώνω, κεντρίζω, κεντῶ Σίφν.: Ἠγκέλ-λισέ με μιˬὰ σφῆκα. Τώρᾳ μὲ ᾿γκέλ-λισε ὁ σκορπιˬός. β)Μεταφ. ἐνοχλῶ, πειράζω Σίφν. 2)Ἐμπηγνύω τὴν μάχαιραν, τραυματίζω Σέριφ.: Τοὶς ᾿γκελίζουνε τοὶς συκεˬὲς κάθα χρόνο (ἑκάστην 1ην Μαρτίου πλήττουν διὰ μαχαιριδίου τὴν ρίζαν τῆς συκῆ τῆς ψώρας): Οἱ δεῖνα ᾿γκελίζουνε μὲ τὸ μαχαίρι.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/