ἀγκυλόνα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγκυλόνα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θυληκό
Τυπολογία
ἀγκυλόνα ἡ, ἀμα΄ρτ. ἀgιλόνα Θρᾴκ. (Αἶν.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. *ἀγκυλόνι. Πβ. βελόνι- βελόνα. Ἡ λ. καὶ κατὰ τὸν 17ον αἰῶνα παρὰ Λάνδῳ Γεωπον. Κεφ. 154. Ὁ τύπ. ἀgιλόνα ἐκ τοῦ ἀμαρτ. ἀgελόνα.
Σημασιολογία
Ἄκανθα, κέντρον, ἀκίς:Μοῦ μπῆκι ᾿ς τοῦ δάχτυλου μιˬὰ ἀgιλόνα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA