ἁγιβασιλιˬάτικος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἁγιβασιλιˬάτικος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἁγιβασιλιˬάτικος ἐπίθ. ἐνιαχ. ἁιβασιλιˬάτικος σύνηθ. ἁιβασ᾿λιˬάτ᾿κους Στερελλ. (Αἰτωλ.) κ.ἀ. ἁγιˬοβασιλιˬάτικος Ἄνδρ. Ζάκ. Κρήτ. Μακεδ. (Θεσσαλον.) Πελοπν. (Λακων.) Χαλ. κ.ἀ. ἁγιˬουβασιλιˬάτικος Χίος ἁγιουβασ᾿λιˬάτ᾿κους βόρ. ἰδιώμ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ὀν. ἅγι-Βασίλεις καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. –ιˬάτικος.
Σημασιολογία
1)Ὁ ἀνήκων εἰς τὸν ἅγιον Βασίλειον σύνηθ.:Ἁγιβασιλιˬάτικη μέρα (ἡ ἡμέρα τῆς πρώτης τοῦ ἔτους, ὅτε ἑορτάζεται ἡ μνήμη τοῦ ἁγίου Βασιλείου) ἐνιαχ. β)Ὁ κατὰ τὴν ἑορτὴν τοῦ ἁγίου Βασιλείου γινόμενος σύνηθ.:Ἁιβασιλιˬάτικη πίττα (ἡ ἰδιαιτέρα πίττα, ἡ ὁποία κατασκευάζεται κατὰ τὴν ἑορτὴν τοῦ ἁγίου Βασιλείου καὶ ἐντὸς τῆς ὁποίας τίθεται νόμισμα). Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἅγι-Βασίλεις 3. 2)Οὐδ. πληθ. οὐσ., τὰ κατὰ τὴν πρώτην τοῦ ἔτους ἑορτὴν τοῦ ἁγίου Βασιλείου διδόμενα δῶρα κοιν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA