ἀβγούκλα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀβγούκλα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θυληκό

Τυπολογία

ἀβγούκλα ἡ, Ἀθῆν. Κρήτ. Κύθν. κ.ἀ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀβγὸ καὶ τῆς μεγεθ. καταλ. –ούκλα. Πβ. καὶ χέρι-χερούκλα κττ.

Σημασιολογία

Μέγα ᾠὸν ἔνθ᾿ ἀν.: Ἡ ὄρνιθα ἔκαμένε μιὰν ἀβγούκλα Κύθν. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀβγομάννα 4.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/