ἀβγουλεˬὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀβγουλεˬὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θυληκό

Τυπολογία

ἀβγουλεˬὰ ἡ, ἀβγουλέα Κάρπ. ἀβγουλεὰ Ἰων. (Κρήν.) Κρήτ. Σῦρ. Χίος κ.ἀ. ἀβgουλεˬὰ Χίος ἀβγουλὲ Δ. Κρήτ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀβγὸ καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. –ουλεˬά, περὶ ἧς ἰδ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 2,245 κἑξ.

Σημασιολογία

Ἡ ὀσμὴ τοῦ ᾠοῦ ἔνθ᾿ ἀν.: Βρομεῖ ἀβγουλεˬὲς Κρήν. Μυρίζει ἀβγουλεˬὲς Χίος Ἀβγουλὲ-ἀβγουλὲς μυρίζει Δ. Κρήτ. Ἀβγουλὲ βγάνει αὐτόθ. Ἡ σούππα-τὸ πιρούνι κττ. μυρίζει ἀβγουλεˬᾶς (διὰ τὴν κατὰ γενικ. σύντ. πβ. τὰ ἀρχ. «ὄζω βύρσης-θυμάτων-ἴων-μύρου-σκορόδων-ᾠῶν κττ.») Σῦρ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀβγίλα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/