ἀβγουλλᾶς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀβγουλλᾶς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἀβγουλλᾶς ὁ, Ἀθῆν. Κέρκ. Κρήτ. Παξ. Στερελλ. (Ἀρτοτ.) κ.ἀ. Θηλ. ἀβγουλλοῦ Ἀθῆν. Ἄνδρ. Κέρκ. Παξ. κ.ἀ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀβγούλλι. Πβ. καὶ νερούλλι-νερουλλᾶς.

Σημασιολογία

1)Ὁ πωλητὴς ᾠῶν Ἀθῆν. Ἄνδρ. Κέρκ. Παξ.: Περνάει ὁ ἀβγουλλᾶς καὶ φωνάζει «φρέσκ᾿ ἀβγὰ!» Ἀθῆν. Μᾶς ἔφερε ἡ ἀβγουλλοῦ μας ἀβγὰ αὐτόθ. 2)Ὁ ἀγαπῶν ὑπερβολικῶς νὰ τρώγῃ ᾠὰ Ἀθῆν. Κρήτ. Στερελλ. (Ἀρτοτ.): Εἶναι μιˬὰ ἀβγουλλοῦ! Ἀθῆν. Συνών. ἀβγολόγος 3, ἀβγοφάγος I. 3)Ὁ γεννῶν πολλὰ ᾠὰ, πολύτοκος, ἐπὶ τῆς ὄρνιθος Ἀθῆν. κ.ἀ.: Κόττα ἀβγουλλοῦ Ἀθῆν. Συνών. καλαβγουλλοῦσα, καρπερή. 4)Πλησμονὴ ᾠῶν Στερελλ. (Ἀρτοτ.): Τί ἀβγουλλᾶς! (διὰ τὴν περιεκτ. σημ. πβ. τὸ ὅμοιον αὐτόθ. νερουλλᾶς=πολὺ νερό, ὡς Τί νερουλλᾶς εἶν᾿ αὐτὸ πὄπιες).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/