ἀγκυλοχεύω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀγκυλοχεύω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀγκυλοχεύω Χίος (Καρδάμ. Συκ.)

Ετυμολογία

Ἐκ συμφύρ. τῶν ρ. ἀγκυλώνω καὶ λοχεύω κατὰ τὸν ΚἌμαντ. ἐν Χιακ. Χρον. 2 (1914) 96 ἢ ἐκ τοῦ οὐσ. ἀγκύλι καὶ τοῦ ρ. λοχεύω. Πβ. ἀγκυλοκρούω.

Σημασιολογία

Πειράζω, ἐνοχλῶ:Τὸ παιδί μ᾿ ἀγκυλοχεύει.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/