ἀβγουλλεˬὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀβγουλλεˬὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θυληκό
Τυπολογία
ἀβγουλλεˬὰ ἡ, Εὔβ. (Λίμν.) Λυκ. (Λιβύσσ.) Χίος ἀβγαλ-λεˬὰ Σύμ. ἀβγαλ-λεˬὰ Σύμ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀβγούλλι καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. –εˬά.
Σημασιολογία
I)Κτύπημα, τσούγγρισμα ᾠῶν Χίος: Φρ. Παίζομεν ἀβγουλλεˬὲς (συγκρούομεν ᾠὰ). II)Τὸ φυτὸν μανδραγόρας Εὔβ. (Λίμν.) Λυκ. (Λιβύσσ.) Σύμ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀβγουδεˬά.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA